- Σπερμείη
- ἡ, Αβλ. Σπερμεῑος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σπερμείος — ὁ, θηλ. Σπερμείη, Α [σπέρμα] 1. (το αρσ.) προσωνυμία τού Απόλλωνος 2. το θηλ. προσωνυμία τής Δήμητρος, προστάτιδας τής σποράς τών αγρών … Dictionary of Greek